σεμνοκοπώ

σεμνοκοπώ
-έω, Α [σεμνοκόπος]
(για ρήτορα) χρησιμοποιώ πομπώδες ύφος στην ομιλία μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δειλοκοπώ — δειλοκοπῶ ( έω) (Α) εξαπατώ ή τρομοκρατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειλός + κοπώ < κοπος < κόπτω (πρβλ. δοξοκοπώ, σεμνοκοπώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”